Αρχική σελίδα

Παρασκευή 27 Απριλίου 2018

The dark knight rises του Κρίστοφερ Νόλαν

                                               

 

                                                     The dark knight rises 

                                                            (Οτι να ναι) 

υ

πάρχει ένα τεράστιο ιδεολογικό πρόβλημα όσον αφορά όλους τους κόμικ ήρωες. Σχεδόν όλοι, είναι συνεργάτες της αστυνομίας. η αστυνομία με τον ελλιπή εξοπλισμό και τη μέτρια εκπαίδευσή της είναι ανίκανη να αντιμετωπίσει το κακό.
Πρέπει να έρθει κάποιος ο οποίος θα είναι άψογος γνώστης πολεμικών τεχνών και με κορυφαίο τεχνολογικό εξοπλισμό για να τα βγάλει πέρα.

Σε κάποιες ταινίες αυτό γίνεται λίγο πιο διακριτικά. Στη συγκεκριμένη όμως ταινία, η επίθεση είναι μετωπική. Και αυτό γιατί; Γιατί οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ξεπετάχτηκε το τελευταίο «Μπάτμαν» είναι πολύ διαφορετικές. Ενώ η άμερική και όλος ο κόσμος βρισκόταν σε κοινωνική αναταραχή και παντού υπήρχαν διαδηλώσεις, απεργίες, καταλήψεις πλατειών, με τους διαδηλωτές να κερδίζουν συνεχώς έδαφος και το κίνημα της πλατείας να απλώνεται σε όλο τον κόσμο και ειδικά στην Γουόλ Στρητ, οι Μυστικές υπηρεσίες αποφάσισαν να ρίξουν στο παιχνίδι το μεγάλο τους όπλο: Τον ήρωα μικρών και μεγάλων, τον Μπάτμαν. Πολύ έξυπνη κίνηση. Σου λέει, αν συνεχίσουν τα πράγματα έτσι, υπάρχει κίνδυνος εξέγερσης. Πρέπει, λοιπόν, να προετοιμάσουμε το έδαφος ώστε η κοινή γνώμη να καταδικάσει τους αγανακτισμένους. Λίγο καιρό μετά και αφού το «Μπάτμαν» έσπασε ταμεία, οι αστυνομικές δυνάμεις διέλυσαν το κίνημα πανεύκολα, χωρίς να αντιδράσει κανείς.

Τυχαίο; άς δούμε λίγο τους κακούς.

Πρώτα είναι ο Μπέιν. Ο Μπέιν λοιπόν –ο οποίος φορά κάτι σαν αντιασφυξιογόνα μάσκα– που είναι αρχηγός των επαναστατών-ανταρτών παρουσιάζεται σαν ψυχοπαθής χωρίς ίχνος ηθικής, ενώ οι δυνάμεις καταστολής και οι συνεργάτες τους σαν ήρωες. 



Όταν βγάζει τον λόγο του ο Μπέιν, λέει ότι το Γκόθαμ ανήκει στον λαό του και όταν η επανάσταση θα ξεσπάσει οι φτωχοί πολίτες θα κάνουν λαϊκά δικαστήρια και θα εξευτελίζουν πλούσιους. Εδώ, όμως, υπάρχει μια ιδεολογική ασάφεια. άπό τη μία ο Μπέιν μπορεί να φαίνεται σαν ακροαριστερός, από την άλλη όμως το παρουσιαστικό του είναι ακροδεξιό. Ψηλός, σωματώδης, και με ξυρισμένο κεφάλι, μάλλον σε ναζιστικά πρότυπα φέρνει. Και τη δικαιοσύνη την επιβάλλει με στρατιωτικό νόμο και λαϊκά δικαστήρια. Μην ξεχνάμε ότι και ο Χίτλερ έτσι ξεκίνησε: υπέρ των φτωχών και κατά των πλουσίων. Και αυτός για λαϊκά δικαστήρια μιλούσε, και για τον σοσιαλισμό. Άρα, ο Μπέιν τι είναι; άκροδεξιός ή ακροαριστερός; Ή και τα δύο; Και πώς γίνεται να είναι και τα δύο; Δύο σκηνές μας βοηθάνε να καταλάβουμε. Πρώτον, όταν ο Μπέιν παίρνει τα όπλα δεν τα δίνει στο λαό αλλά σε φυλακόβιους, οι οποίοι, φυσικά, δεν είναι πολιτικοί κρατούμενοι. Ο λαός του Γκόθαμ μένει αμέτοχος. Και δεύτερον, όταν επιβάλλει ο ίδιος δικτατορία, η ταινία δείχνει ότι κάτι τέτοιο αποτρέπεται από τη δράση της αστυνομίας και του Μπάτμαν, και όχι από τις λαϊκές εξεγέρσεις. Εγώ πάντως δεν ξέρω καμία δικτατορία στον κόσμο που να την ανέτρεψε η αστυνομία. Τι γίνεται εδώ λοιπόν; Ή οι σεναριογράφοι δεν ξέρουν πού παν τα τέσσερα, πράγμα το οποίο είναι πιθανό, ή ξέρουν πού παν, όχι μόνο τα τέσσερα αλλά και τα οκτώ, πράγμα πολύ πιο πιθανό. Επειδή ο λαός της Γκόθαμ μένει αμέτοχος, αυτό σημαίνει ότι παρουσιάζεται σαν την κοινή γνώμη, σαν αυτούς που θέλουν να κάνουν κάτι αλλά δεν είναι τελείως σίγουροι για το τι πρέπει να κάνουν. Οι ταραξίες και οι καταληψίες της Γουόλ Στρητ θα παρουσιαστούν σαν εγκληματίες. άς μην ξεχνάμε ότι είμαστε στην άμερική, και ότι η τηλεόραση εκεί παίζει πολύ πιο σπουδαίο ρόλο από οποιαδήποτε άλλη χώρα του κόσμου. Είναι σαν να λένε στον κόσμο ότι όλοι αυτοί που διαδηλώνουν και διαμαρτύρονται δεν είναι παρά αποβράσματα και ο αρχηγός τους είναι ένα παραμορφωμένο καθίκι που πρέπει να πεθάνει είτε είναι ακροδεξιός είτε ακροαριστερός. Έτσι κι αλλιώς όλοι είναι τα ίδια. Και η ώρα του ντου των ματατζήδων με τον Μπάτμαν που ξυλοφορτώνουν τους αντάρτες, παρουσιάζεται σαν ηρωική πράξη. Μεγαλοφυής προπαγάνδα, που θα τη ζήλευε και ο μεγαλύτερος προπαγανδιστής που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα, ο Γκέμπελς. άκροαριστερά και ακροδεξιά είναι το ίδιο, οι επαναστάτες-αντάρτες είναι φυλακόβιοι-ψυχασθενείς, εσύ λαέ μην κάνεις τίποτα, μην παίρνεις το μέρος τους και άσε τα ματ με τον Μπάτμαν να δράσουν.
                        Πάμε τώρα στην ψιψινούλα. Την cat woman. Mία φράση της κρατάμε, και τη στάση της. Τίποτε άλλο. Λέει λοιπόν στον Μπρους Γουέιν την ώρα της δεξίωσης: «Έρχεται θύελλα, κύριε Γουέιν. Εσείς οι πλούσιοι τα παίρνετε όλα και αφήνετε για μας τα ψίχουλα». Μάλιστα, συμφωνώ. Την παντρεύομαι τώρα. άυτά, όμως, τα λέει στην αρχή. Μετά αλλάζει στάση και πάει με το μέρος του Μπάτμαν. Προδότρα, δηλαδή. Καλό κουμάσι. Την οποία, η ταινία τη δικαιώνει. η ψιψινούλα αντιπροσωπεύει τους πολίτες που παρασύρονται από την επαναστατική ιδεολογία, αλλά ποτέ δεν είναι αργά να διορθώσεις το λάθος σου και να περάσεις στην άλλη πλευρά χωρίς τύψεις, σαν κάτι φυσιολογικό. άρκεί να συνεργαστείς μαζί μας, όπως συνεργάζεται η ψιψινούλα.Με πληροφορίες και κλωτσομπουνίδια.
         
Ο κακός της υπόθεσης, ο Μπέιν, με κάτι σαν αντιασφυξιογόνα
μάσκα είναι ακροαριστερός ή ακροδεξιός;

        Ο Μπρους Γουέιν είναι δισεκατομμυριούχος. Είναι τόσο λεφτάς ώστε οι Κοκκαλοβαρδινογιάννηδες είναι μπακάληδες μπροστά του. άυτό μας τα λέει όλα. άυτός είναι ο ήρωας που θα φέρει το καλό. Άρα, λοιπόν, δε σας φταίνε οι μεγαλοεπιχειρηματίες και σταματήστε αμέσως να τους κυνηγάτε. Καθένας από αυτούς κρύβει έναν ήρωα.
 Παρόλα αυτά λοιπόν, η ταινία όχι μόνο σάρωσε, αλλά έχει περάσει και στη συνείδηση του πολύ κόσμου ότι οι συνεργάτες της αστυνομίας: Μπάτμαν, Σπάιντερμαν, Σούπερμαν, είναι ήρωες. Και πολλά παιδιά που μεγαλώνουν με αυτές τις ταινίες ταυτίζονται τόσο πολύ που ντύνονται στις άπόκριες με τις στολές των σούπερ ηρώων. Μάλιστα, πρόσφατα, στην άμερική της κρίσης, για ένα παιδάκι 5 χρονών που πάσχει από λευχαιμία, το Σαν Φρανσίσκο με τη συμμετοχή χιλιάδων εθελοντών, ακόμη και του ζεύγους Ομπάμα, ντύθηκε Γκόθαμ Σίτι, και για 5 ώρες έκλεισαν οι δρόμοι, επιστρατεύτηκαν ελικόπτερα που πετούσαν πάνω από την πόλη, και δύο Λαμπορκίνι έγιναν Μπάτμομπιλ. Χιλιάδες κάτοικοι βοήθησαν και επευφημούσαν, ενώ στο τέλος ο πραγματικός αστυνομικός διευθυντής του Σαν Φρανσίσκο μαζί με τον εισαγγελέα και έναν πράκτορα του Fbi παρέλαβαν από τα χέρια του μικρού υπερήρωα, τους εγκληματίες. Όλη αυτή η επιχείρηση στήθηκε από την οργάνωση: «kάνε μια ευχή», που βοηθά να ικανοποιούνται επιθυμίες παιδιών που πάσχουν από βαριές ασθένειες. Πώς είχαμε εμείς εδώ το: «Πες το κι έγινε» με την Τζοβάνα Φραγκούλη; Το ίδιο πράγμα χωρίς τις Λαμποργκίνι. Προφανώς, η εταιρεία θα ανέλαβε και τα έξοδα του concept ή μπορεί να τα μοιράστηκαν με την κυβέρνηση. Το θέμα είναι, όμως, άλλο. Δεν είναι το οικονομικό. Είναι ότι σπεύσανε αμέσως να προπαγανδίσουν τον ήρωά τους οι ασφαλίτες και οι πράκτορες, και ότι χιλιάδες κόσμου χειροκροτούσαν. Μα τι δύναμη έχει αυτό το marketing; Όποιος το υποτιμάει είναι μαθηματικά βέβαιο ότι θα βυθιστεί στην ανυπαρξία. Τους πήρε τώρα ο πόνος για τον μικρό που πάσχει από λευχαιμία. Όταν έγινε ο τυφώνας στη νέα Ορλεάνη και η Κούβα αποφάσισε να στείλει γιατρούς και φάρμακα, η άμερικάνικη κυβέρνηση αρνήθηκε. Σου λέει, μια τέτοια κίνηση θα μεγιστοποιήσει το κύρος της Κούβας, κι εμείς δεν το θέλουμε αυτό. Πονηρός ο βλάχος. Έτσι που λέτε. Παγκόσμια απήχηση είχε ο Μπάτμαν. Στην Ελλάδα, μια χώρα πλούσια σε κινήματα και αγώνες με πολύ έντονο αγωνιστικό παρελθόν, με βασανιστήρια, εξορίες και φυλακές σιγά μην έκανε εισπρακτική επιτυχία τέτοια ταινία. Άπατη θα πήγαινε. Είναι και οι περισσότεροι αριστεροί, καταλαβαίνετε τι έχει να γίνει. άμ δε. 347.000 εισιτήρια έκοψε, και ήρθε στη δεύτερη θέση πίσω από ένα άλλο καλόπαιδο, τον υπερπράκτορα Μποντ, ο οποίος με το “Sky fall” έκοψε 575.000 εισιτήρια και ανακηρύχθηκε η πιο εμπορική ταινία του 2012. Ενώ στην παγκόσμια αγορά οι εισπράξεις του τελευταίου Μπάτμαν ήταν 1.084.400.000 δολάρια και του Μποντ 1.108.600.000 δολάρια, κατατάσσοντάς τους στην 9η και 8η θέση αντίστοιχα στην ιστορία του box office. άλλά, λες, εντάξει. Χαλάλι η ιδεολογία, τουλάχιστον πάμε να δούμε μια περιπέτεια να περάσει η ώρα μας ευχάριστα. να δούμε ξύλο, κυνηγητό, εκρήξεις, θέαμα, έτσι να ξεφύγουμε λίγο από τη μιζέρια. άμ δε. άν η αποτυχία (επιτυχία για αυτούς) στο ιδεολογικό επίπεδο είναι τεράστια, άλλο τόσο μεγαλειώδης είναι η αποτυχία στα επιφανειακά μέρη του σεναρίου αλλά και στη σκηνοθεσία.
Ο Μπάτμαν σακατεμένος χάνεται κάπου στο Θιβέτ σε μια υπαρξιακή αναζήτηση για το ποιος είναι. Εκεί θα συναντήσει τον κύριο Μιγιάγκι που θα του μάθει την εσωτερική φιλοσοφία, και ο οποίος μιλάει στην αρχή κινέζικα και μετά αγγλικά. -Έτσι είναι αυτοί οι γκουρού. Ξέρουν τόσα πολλά που στο τέλος μπερδεύονται- Ο Μπάτμαν θα σακατέψει τα είδη σακατεμένα μέρη του σώματός του και θα πέσει από καμιά δεκαριά μέτρα. Ο κύριος Μιγιάγκι θα τον γιατρέψει με μασάζ, εκείνος θα γίνει καλά, και θα προλάβει να φτάσει πάνω στην ώρα, λίγο πριν εκραγεί η βόμβα, και να σώσει την πόλη. 3000 αστυνομικοί ήταν θαμμένοι στα έγκατα της γης επί μήνες με ελάχιστο φαΐ και νερό, και όταν πηγαίνει ο Μπάτμαν και τους σώζει αυτοί ορμάνε με σπριντ αλά Γιουσέιν Μπολντ -λες και τα έγκατα της γης ήταν κανά πεντάστερο ξενοδοχείο με όλες τις ανέσεις- προς τους κακοποιούς με γυμνά χέρια, ενώ οι άλλοι έχουν πολυβόλα. Μιλάμε για ήρωες μες στα χαλάσματα. Η Μαριόν Κοτιγιάρ –μια από τις μεγαλύτερες ηθοποιούς– που αποδεικνύεται ότι αυτή κινεί τα νήματα έτσι από το πουθενά, πεθαίνει αλά πονεμένη μητέρα σε ελληνική ταινία τού ’60, και ο Μπάτμαν σαν γνήσιος φιλάνθρωπος αρνείται να σκοτώσει -ίσως επηρεασμένος από τη βουδιστική φιλοσοφία- ενώ έχει γίνει της πουτάνας. Εικαστικά δεν υπάρχει τίποτα αξιοπρόσεκτο, όπως στις ταινίες του Μπάρτον. Οι ηθοποιοί ερμηνευτικά είναι ανύπαρκτοι όλοι, ή μάλλον παίζουν διεκπαιρεωτικά –πού είσαι ρε Χηθ;– και σκηνοθετικά δεν υπάρχει καμία σεκάνς που να πιστοποιεί ότι πίσω από την κάμερα βρίσκεται ένα μεγάλο ταλέντο που ακούει στο όνομα νόλαν. Απορώ δηλαδή πώς αυτή η ταινία αποθεώθηκε στην Ελλάδα όχι μόνο εισπρακτικά αλλά και καλλιτεχνικά, αφού πολλοί νεολαίοι την ανακήρυξαν αγαπημένη τους ταινία. Κάτι μας λέει αυτό. Τουλάχιστον ο Μποντ φορμαλιστικά ήταν πολύ ανώτερος.Με βάση τα λεφτά που δαπανήθηκαν, πρόκειται για μία από τις χειρότερες ταινίες όλων των εποχών, και αν δεν υπήρχε το «2012» αυτή θα ήταν η πρώτη.

Ο Μπάτμαν μαζί με τους ματατζήδες κάνουν γιουρούσι, και διαλύουν το κίνημα της πλατείας.

 Ήρωες μες τα χαλάσματα.Μην τους φοβάστε αδέρφια!!!Νικάμε!!!!


            ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΑ ΠΟΣΤΕΡΣ


                                      ΔΕΙΤΕ ΤΙ ΕΓΡΑΨΕ Ο ΞΕΝΟΣ ΤΥΠΟΣ

                                    The Hollywood Reporter -

Makes everything in the rival Marvel universe look thoroughly silly and childish. Entirely enveloping and at times unnerving in a relevant way one would never have imagined, as a cohesive whole this ranks as the best of Nolan's trio, even if it lacks -- how could it not? -- an element as unique as Heath Ledger's immortal turn in The Dark Knight. It's a blockbuster by any standard. 


                                                
                                                Los Angeles Times-Kenneth Turan

 Potent, persuasive and hypnotic, The Dark Knight Rises has us at its mercy. A disturbing experience we live through as much as a film we watch, this dazzling conclusion to director Christopher Nolan's Batman trilogy is more than an exceptional superhero movie, it is masterful filmmaking by any standard.
                  
                                                     Washington Post-Ann Hornaday


Most important, does The Dark Knight Rises achieve the impossible, which is to bring a cherished cinematic chapter to a close, yet manage to leave fans feeling not desolate but cheered? To that all-important question, the answer is an unequivocal yes.

                                                  The New York Times-Manohla Dargis

         Believable and preposterous, effective as a closing chapter and somewhat of a letdown if only because Mr. Nolan, who continues to refine his cinematic technique, hasn't surmounted "The Dark Knight" or coaxed forth another performance as mesmerizingly vital as Heath Ledger's Joker in that film.
                                                                                        
                                                      Wall Street Journal-Joe Morgenstern


It's spectacular, to be sure, but also remarkable for its all-encompassing gloom. No movie has ever administered more punishment, to its hero or its audience, in the name of mainstream entertainment.



                                                               
                                                   
Ενδιαφέρον έχει το άρθρο του Ηλία Φραγκούλη για το πως οι φαν της ταινίας συμπεριφέρθηκαν σε όσους έγραψαν αρνητικά σχόλια.
           
Οργισμένοι fans του Κρίστοφερ Νόλαν και της τριλογίας του Σκοτεινού Ιππότη εύχονται ή ορκίζονται το θάνατο για τους κριτικούς κινηματογράφου που τολμούν να γράψουν πως δεν ξετρελάθηκαν με το «The Dark Knight Rises»!
Ξέσπασμα οργής προκάλεσε η πρώτη αρνητική κριτική από επαγγελματία δημοσιογράφο για το «The Dark Knight Rises» του Κρίστοφερ Νόλαν. Φυσικά, από τους φανατικούς της τριλογίας, που επιμένουν πως το κάθε επόμενο φιλμ του αγαπημένου τους δημιουργού είναι η νέα… καλύτερη ταινία όλων των εποχών!
Πρώτο θύμα επίθεσης, η Κρίστι Λεμίρ του Associated Press, η οποία τόλμησε να χαρακτηρίσει το φιλμ… «epic letdown», για να δεχθεί σφοδρή επίθεση στο Rotten Tomatoes, με σχόλια αναγνωστών που, στην καλύτερη περίπτωση, της εύχονταν να πεθάνει, φυσικά, ασορτί με tres chic χαρακτηρισμούς όπως «ηλίθια, γαμημένη σκύλα»…
Ένας άλλος στόχος των fans, ο Μάρσαλ Φάιν, ο οποίος χαρακτήρισε το φιλμ ως το πιο αδύναμο της τριλογίας, δέχτηκε 460 απειλητικά ή υβριστικά σχόλια σε λιγότερες από έξι ώρες, μέσα από το Rotten Tomatoes! To site του «κράσαρε» για μερικές ώρες.
Η κατάληξη ήταν σχετικά προβλέψιμη, αφού οι moderators του Rotten Tomatoes (πρέπει να) σήκωσαν τα χέρια ψηλά: τα σχόλια από επισκέπτες του site για τη συγκεκριμένη ταινία έχουν απενεργοποιηθεί…
Γενικά, η τακτική αυτή, της πρόκλησης των – πιο αρρωστημένων – fans, δεν είναι πάντοτε τόσο αγνή στις προθέσεις. Πέραν της υποκειμενικής άποψης του κριτικού, ενίοτε, γίνεται και σκόπιμα, για την ευρύτερη διάδοση του ονόματός του. Ο δημοσιογράφος μπορεί, μεν, να γίνεται μισητός από χιλιάδες, αλλά βλέπει και τις αντίστοιχες αναφορές από τα media, κάτι που εκλαμβάνει σαν προσωπικό του κατόρθωμα. Το έχουμε δει να συμβαίνει και στην Ελλάδα, άλλωστε…



                                                               MAKING OF

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου