Αρχική σελίδα

Κυριακή 22 Απριλίου 2018

ROCKY του Τζων Άβιλντσεν



Aυτή η ταινία αποθεώθηκε στην άμερική και καλλιτεχνικά και εμπορικά, αλλά
χαντακώθηκε καλλιτεχνικά στην Ευρώπη. Πάμε, όμως να δούμε τους λόγους για τους οποίους έγινε αυτή η αντιπαράθεση.
           Στην Αμερική αποθεώθηκε γιατί στο πρόσωπο του Ρόκυ η χώρα βρήκε κάποιον από το πουθενά, έναν φτωχό βιοπαλαιστή να παλεύει για το όνειρό του χωρίς να τον καταβάλλουν οι αντιξοότητες της ζωής, και στο τέλος να τα καταφέρνει. Είναι η αιώνια πάλη του ανθρώπου να κατορθώσει να ξεφύγει από τη μιζέρια του. άυτός που έχει ατσάλινη θέληση και ακλόνητη πίστη, στο τέλος πάντα νικάει, ακόμα κι όταν χάνει.
            Στην Ευρώπη η ταινία κατακρίθηκε ως μία καθαρή προπαγάνδα του αμερικάνικου ονείρου. Η άμερική, η «χώρα της ευκαιρίας», δίνει την ευκαιρία σε έναν ασήμαντο πυγμάχο, σε έναν συνηθισμένο άνθρωπο –που θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε από εμάς– να κυνηγήσει το όνειρό του και να διεκδικήσει τον παγκόσμιο τίτλο βαρέων βαρών. Εκείνος πιάνει την ευκαιρία από τα μαλλιά και δικαιώνεται. Άρα, η άμερική δίνει ευκαιρίες σε όλους, και αφού μπορεί ένας ασήμαντος να τα καταφέρει, τότε μπορεί ο καθένας. Λένε οι άμερικάνοι: «ναι, έχουμε φτωχούς, αλλά τους δίνουμε ευκαιρίες για να πλουτίσουν. άν εκείνοι δεν τα καταφέρουν, τότε το πρόβλημα είναι δικό τους, όχι της Αμερικής. Άρα, ο καθένας είναι υπεύθυνος για τη φτώχεια του και η σπουδαία μας χώρα δε φταίει σε τίποτα». Να, λοιπόν, η διαφορά των δύο ηπείρων τότε, το 1976. Γι’ αυτό η ταινία είχε δύο διαφορετικές αποδοχές.
Ποιος όμως από τους δύο είχε δίκιο; Τι ισχύει πραγματικά; Ποια είναι η προπαγάνδα που θέλει να περάσει η ταινία; Το ζήτημα είναι πάρα μα πάρα πολύ λεπτό, και η απάντηση δεν είναι τόσο εύκολη. Για να μπορέσω να δώσω μια τεκμηριωμένη απάντηση θα πρέπει να εξετάσω τον δημιουργό της όπως ήταν εκείνη την εποχή. Όχι όπως έγινε μετά. Ο δημιουργός της, ο σεναριογράφος δηλαδή, είναι ο ίδιος ο Σταλόνε.



 




Εκείνο τον καιρό ο Σταλόνε ήταν ασήμαντος, και ήθελε με τα χίλια να χωθεί στην κινηματογραφική βιομηχανία. Ο ίδιος λέει: «ζούσα σε ένα πολύ μικρό διαμέρισμα. Είχε ένα δωμάτιο, αλλά πολύ μικρό. Θυμάμαι ότι μπορούσα να ανοίξω το παράθυρο και να κλείσω την πόρτα ενώ καθόμουν στο κρεβάτι. Ήταν 8 επί 9 πόδια. Το καλό όμως με αυτό το δωμάτιο ήταν ότι η προσοχή μου δεν αποσπόταν. Έτσι, καθόμουν στο κρεβάτι με στυλό και τετράδιο και άρχισα να γράφω αυτές τις ιστορίες». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Ρόκυ είναι ο ίδιος ο Σταλόνε και ότι η ταινία του είναι περίπου αυτοβιογραφική. άλλά το σενάριο του Ρόκυ δεν είχε γραφτεί ακόμα. Αργότερα, αφού ο Σταλόνε έκανε μία ταινία, το: “The lords of Flatbush”, με τα λίγα λεφτά που κέρδισε αποφάσισε να μετακομίσει στην Καλιφόρνια για να είναι πιο κοντά στην καρδιά του κινηματογράφου. Αλλά κι εκεί τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά για αυτόν. Μάλιστα ήταν τόσο χάλια, ώστε αποφάσισε να πουλήσει τον σκύλο του τον butkus, που παίζει κανονικά στην ταινία. Ένα βράδυ λοιπόν, πήγε να δει τον αγώνα του Μοχάμεντ Άλι με τον Jack Wepner. Εκεί λέει ότι είδε κάποιον ασήμαντο που δεν είχε καμιά ελπίδα να αντιμετωπίζει το μεγαλύτερο πυγμάχο που ήξερε μέχρι τότε ο πλανήτης. Ο ασήμαντος πυγμάχος, λοιπόν, έριξε νοκ-άουτ τον Άλι και αυτό για τον Σταλόνε ήταν κάτι συγκλονιστικό. άμέσως μετά λειτούργησε το ένστικτο του συγγραφέα. Ο ίδιος λέει: «άυτό που χρειαζόμουν και λειτούργησε σαν καταλύτης, ήταν αυτή η ιδέα: Ένας άνθρωπος που θα σηκώσει το ανάστημά του στη ζωή, θα πάρει μια ευκαιρία και ίσως αντέξει μέχρι το τέλος». Κι έτσι, άρχισε να γράφει για τον διάσημο πρωταθλητή χωρίς να ξέρει ότι γράφει ιστορία. Και μέσα σε 3 μέρες –παρακαλώ– το «Ρόκυ» σεναριακά ήταν έτοιμο. Το θέμα είναι όμως ότι το 90% του σεναρίου άλλαξε για να γίνει η ταινία. Ο ίδιος λέει ότι ο χαρακτήρας που έγραψε ήταν πολύ, πολύ σκοτεινός, και ότι στο τέλος παρατάει τον αγώνα, σηκώνεται και φεύγει. Και ότι ο λόγος που το κάνει αυτό είναι γιατί δεν θέλει να αναμειχθεί σε αυτόν τον ψεύτικο κόσμο. Μάλιστα, στο σενάριο είναι χαρακτηριστική η ατάκα που λέει ο Ρόκυ: «Προτιμώ να είμαι αυτός που ήμουνα», δηλαδή ένα τίποτα, «παρά να είμαι περιτριγυρισμένος από εσάς». Είναι τόσο συγκλονιστική αυτή η ατάκα, ώστε τη γράφω όπως ακριβώς την είπε: “you know, i’d rather be who i was than to just have all this natred around me”. Με λίγα λόγια, λοιπόν, ο Ρόκυ αρνείται να μπει στο παιχνίδι του Κολοσσαίου: «να δούμε ποιος θα φαγωθεί, ποιος είναι ο καλύτερος», γυρίζει δηλαδή την πλάτη του στον τρόπο με τον οποίο δουλεύει το σύστημα, και φεύγει. Αυτό το φινάλε μπορεί να φαίνεται επαναστατικό αλλά είναι κάπως διφορούμενο. άπό μία άποψη.

Ναι μεν να πάτε να ... κι εσείς και το αμερικάνικο όνειρο, αλλά από την άλλη, από τη στιγμή που μπήκες στον χορό πρέπει να χορέψεις. Έτσι, λοιπόν, σε δεύτερο επίπεδο η ταινία θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως: «Δηλαδή τι κάνουμε; Έχουμε ένα όνειρο και το παρατάμε; Δεν παλεύουμε γι’ αυτό; Δεν μπαίνουμε ολόκληροι μέσα με νύχια και με δόντια;» Είναι άλλο να μπεις μέσα σε ένα ρινγκ και να αγωνιστείς με ίσους όρους με έναν υπέρτερο αντίπαλο, και άλλο να κατασπαράξεις φίλους και εχθρούς και να πατήσεις επί πτωμάτων για να φτάσεις εκεί που θέλεις να φτάσεις.
Γιατί η πυγμαχία είναι ένα δυναμικό και βίαιο άθλημα όπως η ζωή, αλλά είναι πέρα για πέρα καθαρό και δίκαιο, όπως δεν είναι η ζωή. (Τα στημένα δεν τα συζητάμε.Παντού υπάρχουν, αυτό δεν σημαίνει οτι δεν θα βλέπουμε τίποτα ή οτι όλα στήνονται, γιατί δεν στήνονται όλα. Η άποψη ότι όλα είναι στημένα την συναντάς στο καφενείο απο ανθρώπους αμόρφωτους που παίζουν συνέχεια στοίχημα και συνέχεια χάνουν.Γιατί όταν κερδίζουν δεν λένε " το ήξερα ότι είναι στημένο".Λένε "είδες τι σου είπε ο γάτος;Το έπαιξες να τα κονομήσεις;") Λοιπόν η πυγμαχία όταν είναι καθαρή είναι καθαρή αγνή και τίμια. Ίδιοι κανόνες και για τους δύο: μόνο γροθιές και όποιος αντέξει.
Αν ο Σταλόνε διάλεξε την πυγμαχία για να διηγηθεί τον αγώνα που δίνει ο κάθε άνθρωπος στη ζωή για να μπορέσει να κρατηθεί όρθιος, έκανε πολύ καλά που τη διάλεξε. Το φινάλε όμως που αρχικά είχε γραφτεί θα ήταν υπέροχο αν εφαρμοζόταν σε ταινία με επιχειρηματίες ας πούμε, αλλά σε ταινία πυγμαχίας δεν ταιριάζει. Ένα παρόμοιο φινάλε είχε και το αριστουργηματικό γουέστερν: «Το τρένο θα σφυρίξει 3 φορές», όπου ο σερίφης αφού έχει δώσει τον αγώνα του και έχει βγει νικητής τους παρατάει όλους, πετάει το σήμα του και πηγαίνει στην ευχή του Θεού γιατί κανείς δεν του στάθηκε, κανείς δεν τον βοήθησε, όταν ο θάνατος βάδιζε κατά πάνω του. Έτσι, στο τέλος, όταν βγαίνουν να τον αποθεώσουν αυτός τους γυρίζει την πλάτη. Ο σερίφης όμως έδωσε τον αγώνα του, ενώ ο Ρόκυ τα παρατάει πριν καν αρχίσουν. Είχε λοιπόν δίκιο η γυναίκα του Σταλόνε που όταν της το έδειξε δεν της άρεσε καθόλου. Έτσι, έκατσε και το ξαναέγραψε.
       Όταν το «Ρόκυ» πήρε την τελική του μορφή, ο Σταλόνε το πήγε στους παραγωγούς κι εκείνοι ενθουσιάστηκαν. Το μόνο που δεν τους άρεσε ήταν ότι τον Ρόκυ ήθελε να τον παίξει ο ίδιος. Έτσι, του πρότειναν να του το αγοράσουν. Εκείνο τον καιρό ο Σταλόνε είχε 105 δολάρια στην τράπεζα και πήγαινε με λεωφορείο στη δουλειά του. Του πρότειναν λοιπόν 100.000 δολάρια για τα δικαιώματα, αλλά αυτός εξακολουθούσε να θέλει τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Μετά εκείνοι ανέβασαν την προσφορά, την πήγαν 150.000, μετά 175.000, 250.000 και, τέλος, σταματήσανε στα 360.000 δολάρια. Για σκεφτείτε το.
              Δεν έχετε στον ήλιο μοίρα και κάποιοι, το 1975, σας δίνουν 360.000 για ένα σενάριο που έχετε γράψει σε 3 μέρες. Ο Σταλόνε αρνήθηκε. άυτό κάτι μας αποκαλύπτει για τον χαρακτήρα του εκείνη την εποχή. Ο ίδιος λέει ότι δεν ήταν συνηθισμένος στα πολλά και στην καλή ζωή, οπότε αν πουλούσε το σενάριο κα η ταινία πήγαινε πολύ καλά, αυτός θα πηδούσε από πολυκατοικία. «Έπρεπε να το ρισκάρω», είπε και η ταινία άρχισε να γυρίζεται με αυτόν πρωταγωνιστή, αλλά με πολύ χαμηλή αμοιβή και πολύ χαμηλό budget. Ο πατέρας του Σταλόνε είναι αυτός που χτυπάει το καμπανάκι του αγώνα. Ο αδερφός του παίζει έναν τραγουδιστή του δρόμου, και πολλοί φίλοι του έκαναν περάσματα σαν κομπάρσοι χωρίς να πληρωθούν. η πρώτη του γυναίκα είναι η φωτογράφος του set. η σκηνή όπου έκανε πατινάζ με την Άντριαν, στο σενάριο είχε γραφτεί για 300 κομπάρσους. Στο πλατό ο Σταλόνε είπε πως είχε μόνο έναν. Κι έτσι τα σχέδια άλλαξαν. Άρα, η ιστορία του Ρόκυ, είναι η ιστορία του Σταλόνε. Τώρα, το θέμα είναι εμάς τι μας νοιάζει. Και αν η ταινία προπαγανδίζει το αμερικάνικο όνειρο.




Βλέπουμε λοιπόν στην πρώτη σκηνή ότι ο Ρόκυ δίνει τοπικούς αγώνες για το μεροκάματο. Επίσης, είναι και μπράβος του τοπικού τοκογλύφου. Ο Ρόκυ όμως έχει χρυσή καρδιά, και όταν του λέει το αφεντικό του ότι πρέπει να σπάει και κανένα κόκκαλο πού και πού, εκείνος είναι ανίκανος να το κάνει. Στο γυμναστήριο όμως ο προπονητής του αδιαφορεί για τον Ρόκυ γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο: επειδή είναι το τσιράκι του τοκογλύφου. Βέβαια, δεν ξέρει ότι είναι ένας μπράβος της πλάκας που δεν έχει την καρδιά να δείρει κάποιον που είναι άφραγκος. Ο Ρόκυ, λοιπόν, αυτός ο ανύπαρκτος, αυτός ο κανένας, αυτός ο αποτυχημένος, που δεν μπορεί να κάνει τίποτα σωστά, αυτός ο πολυλογάς, θα βρεθεί από το πουθενά αντιμέτωπος με τη μεγαλύτερη πρόκληση στη ζωή του. Ο παγκόσμιος πρωταθλητής έπρεπε να δώσει έναν αγώνα για τον παγκόσμιο τίτλο με έναν πυγμάχο ο οποίος είχε χτυπήσει το χέρι του. Όλη η προετοιμασία του και τα λεφτά της διαφημιστικής εταιρείας κινδυνεύουν να πάνε στράφι εάν δεν βρεθεί γρήγορα ένας διεκδικητής. Όλοι όμως οι σπουδαίοι διεκδικητές αρνούνται να παίξουν με τον Απόλλο, γιατί λένε ότι 5 εβδομάδες είναι ελάχιστος καιρός για να προετοιμαστούν για έναν τόσο σπουδαίο αγώνα. Οι μάνατζερ τα έχουνε χαμένα. Πρέπει να βρουν κάποιον, οπωσδήποτε. Ο παγκόσμιος πρωταθλητής, σαν γάτος που είναι, θα σκεφτεί ένα μεγαλοφυές σχέδιο. Την 1η ιανουαρίου ο άπόλλο Γκριντ θα δώσει την ευκαιρία σε κάποιον ντόπιο ερασιτέχνη να αγωνιστεί για τον τίτλο. Μεγάλο σεναριακό εύρημα.
Προσέξτε όμως κάτι. Στην ταινία φαίνεται καθαρά ότι αυτό δεν γίνεται επειδή η Αμερική είναι η χώρα της ευκαιρίας και ότι την πήρε ο πόνος για κάποιον φουκαρά, αλλά επειδή δεν μπορεί να βρεθεί κάποιος αντίπαλος, και όλα αυτά τα ποσά που δαπανήθηκαν για την προπόνηση του πρωταθλητή και την διαφήμιση του αγώνα δεν πρέπει να πάνε χαμένα. Οι μάνατζερ τρελαίνονται με αυτήν την ιδέα. Με ένα σμπάρο δύο τρυγόνια! Και καλή εικόνα, και κερδίζουμε λεφτά. «Απόλλο, μου αρέσει», του λέει ο μάνατζερ, «είναι πολύ αμερικάνικο». «Όχι, Τζέργιανς», του λέει ο πρωταθλητής, «είναι πολύ έξυπνο». Κι έτσι θα διαλέξουν τον Ρόκυ μέσα από ένα βιβλίο με εκατοντάδες άλλους φουκαράδες πυγμάχους.
                   
          Η ευρωπαϊκή άποψη που λέει για το αμερικάνικο όνειρο χάνει έδαφος σιγά-σιγά. Έτσι, ο Ρόκυ θα δώσει ραντεβού με την ιστορία. Σε αυτό το μεγάλο εγχείρημα, σε αυτήν την υπέρτατη πρόκληση που θα του αλλάξει τη ζωή και θα τον κάνει να ανέβει από το τίποτα στο πάντα, ο Ρόκυ θα χρειαστεί και κάποιους συνοδοιπόρους. Στην αρχή δεν θέλει κανέναν δίπλα του. Είναι το γαμώτο. Κανείς δεν νοιαζόταν γι’ αυτόν όταν ήταν ένα μηδέν, και τώρα που θα τον μάθει όλος ο κόσμος, όλοι σπεύδουν να τον βοηθήσουν. Μετά, όμως, από λίγο, συνειδητοποιεί ότι δεν γίνεται να τα καταφέρει μόνος. Χρειάζεται συμμάχους. Και τους βρίσκει. Και αυτοί που θα τον βοηθήσουν είναι πλήρως αποτυχημένοι:
Ο Πώλυ, ένας εργάτης, ένα γεροντοπαλίκαρο, λίγο τεμπέλης, λίγο μεθύστακας, και λίγο απότομος στα λόγια, αλλά που δεν κρατάει κακία. η Άντριαν, η γυναίκα του, μια ντροπαλή κοπέλα που σπάνια μιλάει, αλλά είναι η μόνη που πίστεψε στον Ρόκυ από την αρχή. Ο τοκογλύφος της περιοχής που θα του καλύψει τα έξοδα της προπόνησης, προφανώς γιατί μπορεί, αν ο Ρόκυ κερδίσει, να έχει κάποιο όφελος, και ένας προπονητής 76 χρονών, εξαιρετικός πυγμάχος στα νιάτα του, ο οποίος όμως δεν κατάφερε ποτέ του τίποτα, λόγω του ότι στα νιάτα του η πυγμαχία ήταν υποτιμημένο άθλημα, και τους πυγμάχους τους αντιμετώπιζαν σαν τα σκυλιά. Τον γερο-κόουτς τον ερμηνεύει εξαιρετικά ο Μπέρτζες Μέρεντιθ, μια μαγική ερμηνεία. άυτό το στραβωμένο ύφος, το αγέλαστο, το συνέχεια γκρινιάρικο, αλά Γιάννη ιωαννίδη, δίνει στον ρόλο απόλυτη ταύτιση, τόσο που νομίζεις ότι είναι όντως πραγματικά προπονητής. άυτό θα ενισχυθεί και από το γεγονός ότι ο Μέρεντιθ ήταν άγνωστος στο ευρύ κοινό που τον έμαθε από την ταινία και δεν τον ξαναείδε πουθενά αλλού. Ήταν σαν να γεννήθηκε για να παίξει τον Μικ. Μάλλον πρέπει να το έχει ο ρόλος των προπονητών, γιατί και ο Πατ Μορίτα, ο Μιγιάγκι του «Καράτε Κιντ», ταυτίστηκε τόσο πολύ με τον ρόλο, ώστε είναι αδύνατον να τον συνηθίσεις σε κάτι άλλο. Στην ουσία, ο Μέρεντιθ είναι ένας θρύλος. Παίζει σε ταινίες από το 1930 και είναι –ήτανε μάλλον– ένας πραγματικός χαμαιλέων. Η ερμηνεία του, όμως, στο «Ρόκυ» είναι μια τελειότητα. Ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται τη φωνή του στη φοβερή σκηνή όταν πηγαίνει στο σπίτι του Ρόκυ για να του ζητήσει να τον προπονήσει, οι εναλλαγές του είναι εκπληκτικές. άπό το ψιθύρισμα στην κραυγή. Και όλα αυτά σε μία πρόταση. Για τον Καρλ Γουέδερς –τον άπόλλο Γκριντ της ταινίας– η μεγάλη στιγμή του Μέρεντιθ είναι όταν ο Ρόκυ του λέει ότι τελικά δεν θέλει βοήθεια, και ότι θα προπονηθεί μόνος του. Ο Ρόκυ μπαίνει στην τουαλέτα, και ο Μίκυ συνειδητοποιεί ότι σε αυτή την ηλικία των 76 χρόνων είχε μια ευκαιρία να αποδείξει ότι δεν ήταν ένας αποτυχημένος κόουτς, και ότι έφταιγαν οι συγκυρίες της ζωής. Και ότι τελικά η ζωή θα του έδινε ό,τι του χρωστούσε, αλλά το όνειρό του καταστράφηκε. Ο ίδιος λέει: «η βουβή του ερμηνεία είναι συγκλονιστική. η αξιοπρέπειά του είναι τέτοια που δεν θα πει τίποτε άλλο στον Ρόκυ, δεν θα παρακαλέσει για το παραμικρό. Είναι όμως και τόσο συγκλονιστικά αξιοπρεπής ώστε δεν θα φύγει σαν βρεγμένο γατί. Την ώρα που πάει να ανοίξει την πόρτα ακουμπάει το κεφάλι του, και συνειδητοποιεί ότι δεν φοράει το καπέλο του. Γυρίζει λοιπόν παίρνει το καπέλο του και το φοράει. Εκείνη ακριβώς την ώρα ο Ρόκυ, που νομίζει ότι ο Μίκυ έχει φύγει, βγαίνει από το μπάνιο, και για ένα δευτερόλεπτο το βλέμματά τους συναντιούνται. Ο Ρόκυ δεν θέλει να του μιλήσει και ξαναμπαίνει στο μπάνιο. Ο Μίκυ καταλαβαίνει ότι ούτε στα 76 του θα έχει την ευκαιρία να αποδείξει ότι δεν είναι αποτυχημένος. έτσι, γυρίζει την πλάτη του και αποχωρεί. Τσακισμένος, αλλά περήφανος». Πραγματικά, συμφωνώ απόλυτα ότι εδώ είναι η καλύτερή του στιγμή. Σε όλη την ταινία ο ρόλος του είναι εξωστρεφής. Φωνάζει, βρίζει, ειρωνεύεται. Σε αυτήν τη μικρή σκηνή γίνεται εσωτερικός. Και ενώ συνήθως όταν ένας ηθοποιός έχει έναν αβανταδόρικο ρόλο με φωνές και βρισιές παρασύρεται και χάνει την εσωτερικότητά του, ο Μέρεντιθ την κρατάει σε ύψιστο επίπεδο. Σε αυτό το βλέμμα, σε αυτή την κίνηση καθώς βάζει το καπέλο του, σε αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα καταφέρνει να περάσει όλη του τη ζωή. Τη ζωή των κατεστραμμένων ονείρων. Ευτυχώς, όμως, ο Ρόκυ που είναι ένας απλός, συνηθισμένος και ταπεινός άνθρωπος δεν θα κρατήσει κακία. Θα βγάλει το παράπονό του, θα φωνάξει, αλλά θα συγχωρέσει τον προπονητή του που του είχε γυρίσει την πλάτη όταν ο Ρόκυ του είχε ζητήσει βοήθεια πριν από 14 χρόνια. Και έτσι, η ζωή θα δικαιώσει αυτόν τον μεγάλο άνδρα και σπουδαίο προπονητή. Και όσο μεγαλείο έχει ο Μίκυ, άλλο τόσο μεγαλείο έχει και ο Ρόκυ, ο οποίος δεν αγωνίζεται για τη νίκη. Ξέρει ότι θα χάσει. Το εκμυστηρεύεται στη γυναίκα του την παραμονή του αγώνα. Πρόκειται για μια ακόμα μεγάλη στιγμή του σεναρίου. Ο Ρόκυ δεν κυνηγάει το αμερικάνικο όνειρο, αυτό της πρώτης θέσης με οποιοδήποτε τίμημα. Ο Ρόκυ είναι αντιήρωας. Θέλει μόνο να αντέξει όλον τον αγώνα για να αποδείξει ότι δεν είναι ένας αλήτης


του δρόμου, ένας τυχαίος της σειράς. Θα ανέβει λοιπόν, επάνω στο ρινγκ και θα τα δώσει όλα όχι για τη νίκη, αλλά για το ευ αγωνίζεσθαι.



H συγκλονιστική στιγμή μιας σπουδαίας ερμηνείας που εξελίχτηκε σε ερμηνεία-σταθμό, ταυτίζοντας τον ρόλο με τον ηθοποιό. Ο Μπέρτζες Μέρεντιθ είναι ανεπανάληπτος,
με  άριστη τεχνική κατάρτιση, αλλάζοντας φωνή, χρωματισμούς, ένταση, βλέμμα, ύφος, ταχύτητες, σουβλάκια, πίτσες, πεϊνιρλί, σε μια μόνο σκηνή τόσο αβίαστα,
ώστε πραγματικά νομίζουμε ότι είναι όντως προπονητής

Η σκηνή του αγώνα δεν είναι ρεαλιστική, παρόλο που οι συντελεστές της ταινίας προσπάθησαν πολύ. Όταν έκαναν πρόβες ο Σταλόνε με τον Γουέδερς παρουσία του σκηνοθέτη έκανε ο καθένας ό,τι ήθελε, Τότε, είπε ο σκηνοθέτης στον Σταλόνε να πάει σπίτι, να γράψει ακριβώς τι μπουνιές θέλει, και να το γυρίσουν ακριβώς πάνω σε αυτές τις οδηγίες. Σαν χορογραφία. Έτσι κι έγινε. Ο Σταλόνε πήγε την άλλη μέρα με 32 σελίδες δεξί-αριστερό, κλπ. Και δούλεψαν πάνω σε αυτή τη χορογραφία για 6 εβδομάδες. Παρόλο που δουλέψανε πολύ σκληρά -μάλιστα είχαν μερικά σπασμένα πλευρά και έναν σπασμένο αντίχειρα- το αποτέλεσμα βγήκε ναι μεν καλό, αλλά ψεύτικο. Ο Ρόκυ παίζει συνέχεια με κατεβασμένα τα χέρια και μόλις ο ένας τελειώσει τον συνδυασμό κινήσεων αρχίζει ο άλλος. Άνθρωποι που ξέρουν λίγο από πυγμαχία ή έχουν δει στην τηλεόραση καταλαβαίνουν αμέσως ότι πρόκειται για ψέμα. Όμως, εν αγνοία του, στάθηκε τυχερός. Το όλο ματς, παρόλο που φαίνεται ψεύτικο, λειτουργεί συμβολικά. η θέα ενός πυγμάχου που δέχεται αλλεπάλληλα χτυπήματα στο πρόσωπο αλλά συνεχίζει να μάχεται, είναι συγκλονιστικά ηρωική. κάτι που ταιριάζει γάντι στον Ρόκυ. η σκηνοθεσία του Τζων Άβιλντσεν, ενός ανθρώπου που ξεκίνησε ως οπερατέρ και υπήρξε βοηθός του Πρέμινγκερ και του Πεν, είναι λιτή και απέριττη, αλλά έχει και μερικές σπουδαίες στιγμές. Το πρώτο τρέξιμο του Ρόκυ στην παγωμένη πρωινή Φιλαδέλφεια δίνει έναν τόνο μελαγχολίας και μοναξιάς πολύ ταιριαστό με το θέμα της ταινίας, η αποχώρηση του Μίκυ από το σπίτι του Ρόκυ, και ύστερα το τρέξιμο προς τον προπονητή του και η συμφιλίωση παρουσιάζεται με γενικό πλάνο χωρίς καθόλου διάλογο. Φοβερό εύρημα. Μα, πάνω από όλα, το μεγαλειώδες φινάλε με την ηρωική, ανυπέρβλητη μουσική του Μπιλ Κόντι να ανυψώνει το σπαρακτικό έπος. Ο Ρόκυ έχει αντέξει και τους 15 γύρους. Είναι πρωταθλητής ζωής. η κάμερα είναι κολλημένη επάνω του. Το αποτέλεσμα ανακοινώνεται, και ακούμε τον εκφωνητή εκτός πλάνου να λέει ότι ο παγκόσμιος πρωταθλητής είναι ο άπόλο Γκριντ. ωστόσο, η κάμερα και η μουσική είναι επάνω στον Ρόκυ. Τον πραγματικό νικητή. Φοβερή αντίθεση.




Οι χορογραφίες είναι αρκετά ψευτικές ,αλλά λειτουργούν συμβολικά.

           Η ταινία είναι ένα δράμα χαρακτήρων. Και είναι ένα δράμα για κάποιους τσακισμένους λύκους που η ζωή τους έδωσε μια δεύτερη ευκαιρία και αυτοί αγωνιστήκανε με νύχια και με δόντια όχι για να νικήσουν, αλλά για να αντέξουν. άκόμη και όταν τα μάτια του Ρόκυ είχανε κλείσει από τα πολλά χτυπήματα και δεν έβλεπε καθόλου, εκείνος δεν υποχώρησε. ζήτησε να του κόψουν τα βλέφαρα. άυτός είναι ο Ρόκυ. Ένας πολεμιστής με ατσάλινη θέληση και ακλόνητο πείσμα. Με κουράγιο και πίστη, που οι δυσκολίες της ζωής αντί να τον κάμψουν, τον ατσάλωσαν ακόμα περισσότερο. Με μαχητικότητα και αυταπάρνηση που μόνο ένας που έχει γεννηθεί στους δρόμους μπορεί να έχει. Ένας ήρωας που αρνείται να πέσει κάτω, αρνείται
να υποχωρήσει, αρνείται να χάσει. Τώρα από πότε αυτά θεωρούνται αμερικανιές, δεν μπορώ να καταλάβω. Βέβαια, υπάρχουν και αδυναμίες. Ο χαρακτήρας του Ρόκυ ειναι περισσότερο άγιος απ’ ό,τι πρέπει. Δεν είναι δηλαδή διαλεκτικός. άκόμη και σαν μπράβος που δουλεύει, είναι της πλάκας. Έτσι γίνεται περισσότερο συμπαθητικός, χωρίς να έχει ούτε ένα αρνητικό επάνω του. Στο φάλτσο όμως της ψυχής βρίσκεται η γοητεία, και αυτό το στραβοπάτημα δεν ενοχλεί τόσο πολύ. Τώρα, όσοι βλέπουν στην ταινία την προπαγάνδα του αμερικάνικου ονείρου είναι δικαίωμά τους. Και μένα είναι δικαίωμα μου να τη θεωρώ μεγάλη και σπουδαία ταινία, μια από τις καλύτερες της δεκαετίας του 1970 και σίγουρα την καλύτερη εκείνης της χρονιάς.


Πραγματικά αλύγιστος ακόμη και τη στιγμή που δεν βλέπει τίποτα ο Ρόκυ, θα ζητήσει να του κόψουν τα βλέφαρα προκειμένου να συνεχίζει να αγωνίζεται. Δεν τον ενδιαφέρει όμως η νίκη, αλλά το να αντέξει μέχρι το τέλος προκειμένου να αποδείξει στον εαυτό του ότι
δεν είναι ένας αποτυχημένος, δίνοντας έτσι στην αναμέτρηση κοινωνικά και ανθρώπινα
στοιχεία. Αυτό το πείσμα, η αυταπάρνηση, η ατσαλένια θέληση, είναι χαρακτηριστικά μόνο των ανθρώπων του δρόμου, όπου το σώμα και το πνεύμα έχουν γαλουχηθεί κάτω από τις
πιο αντίξοες και σκληρές συνθήκες και αρνούνται να το βάλουν κάτω για τον οποιοδήποτε
λόγο, ακόμη και όταν ο αντίπαλος φαντάζει ανυπέρβλητος και ανίκητος.


δείτε τον Σταλόνε να μιλάει για το πως εμπνεύστηκε την ιστορία και να λέει για τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε.



Η ίστορικη βραδιά στα Όσκαρ όπου Σταλόνε και Άλι  βρέθηκαν προσωπό με πρόωπο.

και το εκπληκτικο τρέιλερ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου