Αρχική σελίδα

Πέμπτη 10 Μαΐου 2018

Jaws του Στίβεν Σπίλμπεργκ Α΄ μέρος

                                  

                                               

                                  ΤΑ ΣΑΓΟΝΙΑ ΤΟΥ ΚΑΡΧΑΡΙΑ

                                                             του Στίβεν Σπίλμπερκ

                                                               (Μπολερό)




"Ο κινηματιγράφος ειναι τέχνη μουσική που δεν στηρίζεται στην μελωδία όπως το ελαφρό τραγούδι,αλλά στην αρμονία, όπως η
συμφωνική μουσική. Κι όποιος δεν έχει τούτη την αίσθηση της αρμονίας πρέπει να παραιτηθεί απ’ την ιδέα πως θα μπορούσε να γίνει σπουδαίος κινηματογραφιστής". Αυτά είναι λόγια του Βασίλη Ραφαηλίδη του μεγαλύτερου Έλληνα κριτικού κινηματογράφου, κατά τη γνώμη μου, και δε θα μπορούσα να συμφωνήσω περισοτερο. Και αν μπορώ να κάνω μια συσχέτιση κινηματογράφου και μουσικής θα έλεγα πως τούτη εδώ η ταινία είναι για το σινεμά ό,τι είναι το «Μπολερό» του Ραβέλ για την κλασική μουσική: ένα ανεπανάληπτο αριστούργημα, φυσικά. Μια ανεξάντλητη σκηνοθετική έμπνευση, με μερικά μεγαλοφυή ευρήματα, μια βιρτουοζιτέ μέγιστου επιπέδου, μια ταινία καθαρά πρωτοποριακή αλλά και αξεπέραστη, ακόμα και σήμερα. Κάθε επίθεση του καρχαρία είναι και ένα αλάνθαστο σκηνοθετικό παραλήρημα. Όπως το «Μπολερό» που θα αρχίσει σιγά-σιγά με τη μία βασική μελωδία να παίζεται στην αρχή από ένα όργανο και στο τέλος απ’ όλη την ορχήστρα, έτσι και τούτη η ταινία θα αρχίσει σιγά-σιγά, χωρίς να δείχνει τίποτα, αλλά όσο περνάει η ώρα και η μελωδία θα αναπτύσσεται και θα ερμηνεύεται απ’ όλη την ορχήστρα, θα φτάσουμε σε ένα οργασμικό, μεγαλειώδες φινάλε, όπου όλα τα όργανα (ο καρχαρίας εδώ) θα έχουν τον πρώτο λόγο. 
 Η πρώτη επίθεση δεν είναι παρά μία εισαγωγή. Προσέξτε, όμως, πώς αυτή η εισαγωγή προετοιμάζει τους θεατές. Ο καρχαρίας δε φαίνεται ποτέ. Μια άγνωστη κοπέλα μπαίνει στη θάλασσα να κολυμπήσει. Στο βάθος του πλάνου, πολύ μακριά απ’ την ακτή, φαίνεται μια σημαδούρα, η οποία δεν μπήκε εκεί τυχαία. Όταν βλέπουμε μετά από λίγο την κοπέλα να κολυμπάει δίπλα της όλοι σκεφτόμαστε πόσο μακριά πήγε. Είναι ένα ψυχολογικό τέχνασμα. Το μακριά σημαίνει απομονωμένα. Μια ανασφάλεια δονείται στην ατμόσφαιρα.

    Η κοπέλα που δεν την ξέρουμε και επειδή ακριβώς δεν την ξέρουμε, ή μάλλον ξέρουμε ότι δεν είναι πρωταγωνίστρια, συμπεραίνουμε από την αρχή ότι ο σαγόνιας θα τη δαγκώσει. Εν ολίγοις θα πεθάνει. Είναι μια πολύ δύσκολη σκηνή για έναν σκηνοθέτη, γιατί όλοι ξέρουν από πριν τι θα γίνει. Ο Σπιλμπεργκ αποφεύγει αυτήν την παγίδα με έναν ιδιοφυή τρόπο. η γαλήνια, ήρεμη θάλασσα θα έρθει σε αντίθεση με τις φρικιαστικές της κραυγές. Τοποθετημένη λίγο πριν το ξημέρωμα, το μαύρο θα παντρευτεί με το μπλε και θα δώσει μια μαγευτική απόχρωση. Το ελαφρύ γαλάζιο είναι ένα χρώμα γαλήνιο. η γαλήνη, λοιπόν, της ήρεμης θάλασσας, η γαλήνη του χρώματος και το αρμονικό, γεμάτο χάρη κολύμπι της κοπέλας, θα δημιουργήσουν ένα ειδυλλιακό τοπίο όπου ο τρόμος δε θα έχει καμιά θέση εδώ. Κι αυτό είναι το πιο τρομακτικό. η συγκλονιστική αντίθεση. Όλα λοιπόν αυτά, η ησυχία, η αρμονία, το κολύμπι-μπαλέτο θα διακοπούν βίαια από τις κραυγές και τη μουσική. άυτό θα πει σκηνοθέτης: Το πώς θέτεις μια σκηνή. άλλά, μάλλον, αυτός ο όρος είναι θεατρικός, και δεν ταιριάζει σε ταινία, γιατί με τον όρο «σκηνοθέτης» χάνεται εντελώς η τοποθέτηση του πλάνου, η τελική επιλογή που θα πάρει η κάμερα, και πώς θα κουνηθεί, και αν κουνηθεί, κ.τ.λ. Πιο σωστός όρος είναι αυτός που είχε πει ο άιζεστάιαν: «πλανοθεσία», αλλά και πάλι είναι ελλιπής, γιατί δεν περιλαμβάνεται η καθοδήγηση ηθοποιών. Οι άμερικάνοι, τελικά, έχουν δίκιο, και το “director” δηλαδή «διευθυντής» είναι ο σωστότερος όρος από όλους. Μπορεί βέβαια σε μας να μοιάζει μαρκετινίστικος, αλλά ο διευθυντής έχει την έννοια του διευθυντή ορχήστρας και όχι του διευθυντή εταιρείας. Ο σκηνοθέτης, λοιπόν, διευθύνει τους πάντες: Τον διευθυντή φωτογραφίας, τους ηθοποιούς, τους βοηθούς, τον μοντέρ, τον μουσικό, όλους. Άρα, λοιπόν, κάτι παραπάνω θα ξέρουν από μας αυτοί που έχουν τελειοποιήσει τη συγκεκριμένη τέχνη. Πίσω λοιπόν, στη σκηνή μας και μετά το δολοφονικό χτύπημα η ηρεμία και η γαλήνη θα επιστρέψουν με τους ήχους από το καμπανάκι της σημαδούρας. Σε όλο αυτό το παραδεισένιο σκηνικό πριν από λίγα δευτερόλεπτα διαδραματίστηκε μπροστά στα μάτια μας ένα άγριο φονικό. Τρεις μέρες χρειάστηκαν για να γυριστεί αυτή η αριστουργηματική σεκάνς, και η καημένη η Susan backlinie –η ηθοποιός που τρώγεται– ήταν δεμένη με σκοινιά βάρους 136 κιλών, τα οποία τραβούσαν άνθρωποι του συνεργείου από την ξηρά. η μια ομάδα τραβούσε δεξιά, η άλλη αριστερά. Λέγεται μάλιστα ότι ο πόνος και οι κραυγές της ήταν πραγματικές γιατί έσπασαν κάποια πλευρά της. η ίδια σε συνέντευξή της το αρνήθηκε.Πάντως, για να δείτε ότι σκηνοθέτης από σκηνοθέτη διαφέρει, ο Σπίλμπεργκ δεν ήταν η πρώτη επιλογή. Ο πρώτος απολύθηκε από τους παραγωγούς γιατί στη συνάντηση που είχαν τους είπε ότι στην αρχική σεκάνς θα έβγαζε την κάμερα έξω από το νερό για να δείξει ένα γενικό πλάνο της και μετά η φάλαινα θα έκανε ένα σάλτο απ’τη θάλασσα όπου και θα την έδειχνε ολόκληρη. Οι παραγωγοί του είπαν ότι εδώ δε γυρίζουν το «Μόμπυ ντικ» και ότι δεν μπορούν να συνεργαστούν με κάποιον που δεν μπορεί να ξεχωρίσει τον καρχαρία από την φάλαινα.
Η συγκλονιστική αντίθεση που έφτιαξε ο Σπίλμπεργκ είναι μια μεγαλειώδεις σκηνή και τη συναντάμε αρκετά συχνά στην μουσική.Το ειρηνικό και γαλήνιο θέμα (τοπίο)Διακόπτεται βιαίως απο ατην ατονικότητα (τρόμος) με εφιαλτική ενορχήστρωση (κραυγές)


 
 
     Στην επόμενη σκηνή το πρωινό πλάνο της θάλασσας θα φέρει την ανακούφιση. Ο αστυνόμος Μπρόντι θα δει ό,τι απέμεινε από το θύμα, και αμέσως θα πάρει πρωτοβουλία να κλείσει τις ακτές και να απαγορέψει το κολύμπι χωρίς να ρωτήσει κανέναν. Ο αστυνόμος οδηγείται από το χρέος να προστατέψει τον κόσμο. Είναι η εσωτερική ανάγκη που τον ωθεί να κλείσει τις ακτές εντελώς δικτακτορικά. άλίμονο όμως. Τα οικονομικά συμφέροντα είναι πάνω από το ηθικό χρέος. Έτσι, ο δήμαρχος της πόλης και το επιτελείο του θα ακυρώσουν την πρωτοβουλία τού Μπρόντι και θα κρατήσουν τις ακτές ανοιχτές, λαδώνοντας ή απειλώντας (δεν το μαθαίνουμε ποτέ και δε χρειάζεται) τον ιατροδικαστή, που στην αρχή είχε πει ότι ήταν επίθεση καρχαρία. Εξάλλου το νησί είναι τουριστικό θέρετρο. ζει από τους τουρίστες. Πολλά φράγκα θα χαθούν αν κάποιος σερίφης με ηθικές αρχές κλείσει τις ακτές. Στο βιβλίο φαίνεται καθαρά ότι η μαφία του νησιού δεν αφήνει να κλείσουν οι ακτές. Δεν απειλεί όμως τον Μπρόντι αλλά τον δήμαρχο. Εδώ πρέπει να σταθούμε. Φαντάζομαι ότι κατανοούμε όλοι ότι η άμερική γεννήθηκε μαζί με τους γκάνγκστερς. Μαφία και άμερική πάνε χέρι-χέρι. Άλλωστε, το Χόλλυγουντ ιδρύθηκε από γκάνγκστερς που είδαν πρώτοι ότι η βιομηχανία του θεάματος έχει πολύ ψωμί. Στην ταινία φαίνεται ότι ο δήμαρχος δεν είναι υποχείριο της μαφίας -αφού στο σενάριο δεν υπάρχουν καθόλου υπαινιγμοί- και ότι μόνο με την ιδιότητά του παίρνει την απόφαση να κάνει το αντίθετο από αυτό που πιστεύει ο αστυνόμος. Ο συγγραφέας της νουβέλας, peter benchley, δε συμφωνούσε. Όταν οι παραγωγοί αγόρασαν τα πνευματικά δικαιώματα του βιβλίου, στις υποχρεώσεις του ήταν να γράψει ένα πρωτόλειο σενάριο. Ο Σπίλμπεργκ το απέρριψε. Ξαναγράφτηκε το σενάριο άλλες δύο φορές από τον ίδιο τον συγγραφέα, και ο Σπίλμπεργκ πάλι το απέρριψε. άπό τη στιγμή όμως που ο συγγραφέας είχε δεχτεί τις 175.000 δολάρια για τα δικαιώματα του βιβλίου δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Έτσι, ξαναγράφτηκε μαζί με τον Gurl Gottlieb, έναν μέτριο σεναριογράφο, που αργότερα έγραψε το JAWS 2 και 3.
     Πάντως, η απόφαση του Σπίλμπεργκ ήταν σωστή. Ο δήμαρχος θα ανοίξει τις ακτές όχι πιεζόμενος από τη μαφία, αλλά από τους τοπικούς επιχειρηματίες όπως θα φανεί παρακάτω, που έχουν μαγαζιά, ξενοδοχεία κ.λπ. άυτό δίνει μια περισσότερο ανθρώπινη διάσταση στην ταινία και κάνει την απόφαση πιο συγκλονιστική, πιο διαλεκτική. Το να έχεις ένα μαγαζάκι σε ένα νησί και να περιμένεις από τον τουρισμό να ζήσεις όλη την υπόλοιπη χρονιά αυτό δε σε κάνει και μαφιόζο. Είναι, λοιπόν, ο απλός λαός που αντιτίθεται διά μέσου του δημάρχου στο να κλείσουν οι ακτές, γιατί ακόμα δεν έχει καταλάβει πόσο επικίνδυνη είναι η κατάσταση. Και αυτό είναι κάτι που θα μπορούσε να γίνει σε όλες τις χώρες, και ειδικά στην Ελλάδα. Ποιος φταίει, λοιπόν, που οι ακτές έμειναν ανοιχτές και πέθαναν 4 άνθρωποι; Δεν είναι λοιπόν η μαφία -είναι πολύ εύκολο να τα ρίχνουμε όλα στη μαφία- αλλά το μικροαστικό μας κεφαλάκι που μπροστά στην κονόμα μηδενίζει όλους τους κινδύνους. Άρα, είχε δίκιο ο Σπίλμπεργκ που αφαίρεσε τελείως τη μαφία.


Η δεύτερη επίθεση του καρχαρία είναι κι αυτή αριστουργηματική. Εδώ ο Σπίλμπεργκ θα ανέβει μια σκάλα σε σχέση με την προηγούμενη επίθεση, αλλά θα φτιάξει και εδώ μια εξαιρετική αντίθεση. Ο αστυνόμος Μπρόντι κάθεται στην παραλία και επιβλέπει, αφού απέτυχε να την κλείσει. Είναι έτοιμος ανά πάσα στιγμή να επέμβει. Τα υποψήφια θύματα αυτήν τη στιγμή είναι πολλά και όχι ένα, καθότι μπροστά από τον φακό παρελαύνουν αρκετοί χαρακτήρες. Μια χοντρή, υπέρβαρη γυναίκα, ένα παιδί μ’ενα στρώμα θαλάσσης, ένα σκυλί, ένα ζευγάρι. Ήδη ο θεατής μπαίνει στο παιχνίδι. Ποιος θα φαγωθεί; η προσοχή έχει ήδη κερδηθεί. «Τώρα θα παίξουμε λίγο με τα νεύρα του θεατή» θα σκέφτηκε ο σκηνοθέτης-διάολος, και δημιούργησε την αντίθεσή του. Όχι όμως αυτή του ειδυλλιακού τοπίου που κρύβει τον θάνατο, αλλά αυτή όπου μια χιουμοριστική σεκάνς κρύβει μέσα της τον τρόμο. Άλλο ένα ιδιοφυές εύρημα. άστυνόμος και θεατής γίνονται ένα. Καθώς, ό,τι βλέπει ο ένας βλέπει και ο άλλος. Είμαστε και οι δυο παρατηρητές. Και των δύο τα νεύρα είναι στην τσίτα. Έτσι, αυτό το μαύρο πράγμα που πλησιάζει τη χοντρή δεν είναι καρχαρίας, αλλά το σκουφάκι ενός κολυμβητή. Οι κραυγές της κοπέλας δεν είναι από δαγκώματα καρχαρία, αλλά από τα παιχνίδια του φίλου της. άυτό όμως το σαρδόνιο χιούμορ και το χαμόγελο στο στόμα του θεατή θα διακοπεί από την απουσία του σκύλου που τον φωνάζει το αφεντικό του, αλλά εκείνος πουθενά. Μόνο το παιχνίδι του επιπλέει. Ο σκύλος φαγώθηκε. Και η πλάκα τελείωσε. Η κάμερα βρίσκεται στον βυθό συνοδευόμενη από ανατριχιαστική μουσική. Ξέρουμε ότι ένα από τα παιδιά θα σκοτωθεί. Όπως και στον θάνατο της κοπέλας, η κάμερα ανεβαίνει προς τα πάνω και ξεχύνεται προς το θύμα. Μόνο που ο Σπίλμπεργκ εδώ δε θα δείξει το παιδί να τραβιέται προς τα κάτω, αλλά θα πάρει την κάμερα μακριά, θα κάνει γενικό δηλαδή, από το οποίο θα φανεί ένα ασαφές πράγμα. η θάλασσα θα γεμίσει με αίμα και ο κόσμος θα πανικοβληθεί. ναι μεν αυτήν τη φορά θα φανεί κάτι, αλλά όχι ξεκάθαρα. Το «Μπολερό» έχει ακόμη δρόμο μπροστά του. Ήταν πολύ τολμηρή η κίνησή του αυτή, να κάνει δηλαδή γενικό την ώρα της δολοφονίας, τη στιγμή που σχεδόν όλοι οι σκηνοθέτες θα κατέφευγαν σε καρακοντίνo. άυτό μας μαρτυράει τον ξεχωριστό του τρόπο σκέψης και την ιδιοφυή αντίληψή του. Το περίφημο “forward tracking, zoom out” που χρησιμοποιείται όταν ο Μπρόντι βλέπει το παιδί να δαγκώνεται ήταν κάτι που επιχειρούνταν για πρώτη φορά, και στις σχολές σκηνοθεσίας έχει μείνει με την ονομασία “the Jaws shot”. Είναι εφεύρεση του Σπίλμπεργκ, και είναι μια αντιστροφή του “forward zoom and reverse tracking” που δημιουργήθηκε από τον irmin Roberts, έναν δεξιοτέχνη των σπέσιαλ εφέ και χρησιμοποιήθηκε στον «Δεσμώτη του ιλίγγου» του Χίτσκοκ, και στο “Fahrenheit 451” του Τρυφώ. η σεκάνς θα κλείσει με την τραγική μάνα να ψάχνει τον γιο της. η θέα του ξεσκισμένου στρώματος είναι πολύ λειτουργική.(Για τους λάτρεις της τεχνικής ,το παρακάτω βιντεάκι αναλύει με τον καλύτερο τρόπο την σκηνοθετική δεξιοτεχνία του Σπίλμπεργκ και την ιδιοφυία του καθώς οι νεες τεχνικές που εφαρμόζει,οι κανόνες που σπάει και η όλη οπτική του ειναι κάτι εντελώς πρωτοποριακό)


 Το κακό πλέον έχει εξαπλωθεί και το έχουν μάθει όλοι. άμοιβή τώρα δίνεται σε όποιον πιάσει τον καρχαρία. άκόμη όμως και αυτήν τη στιγμή κάποιοι δεν πιστεύουν ότι πρόκειται για επίθεση αυτού του τρομερού δολοφόνου. Όλοι αυτοί με τα ξενοδοχεία και τα τουριστικά προϊόντα θα έρθουν σε αντιπαράθεση με τους ψαράδες. Ένα είναι το ερώτημα που κυριαρχεί στη συνέλευση: Θα μείνουν ή όχι ανοιχτές οι ακτές; Και αν σε αυτό το γαμωνήσι δεν πατήσει ψυχή και δε βγάλουμε μία, πώς θα αντεπεξέλθουμε στις υποχρεώσεις μας; Ο αστυνόμος, λοιπόν, που είναι αδιάφορος για την οικονομική πλευρά του ζητήματος, λέει ότι οι ακτές πρέπει να κλείσουν. Οι περισσότεροι όμως διαφωνούν, και προκαλείται χάος. Με το ενδεχόμενο οικονομικής καταστροφής να είναι πλέον προ των πυλών και με το πολιτικό κόστος να φαίνεται αρκετά μεγάλο, ο δήμαρχος θα αποφασίσει να απαγορέψει το κολύμπι μόνο για 24 ώρες. η ενδιάμεση λύση: Και θα πιάσουμε τον καρχαρία, και δε θα έχουμε μεγάλες απώλειες. Είναι πεπεισμένος ότι τη μέρα αυτή το τρομερό ψάρι θα πιαστεί από τους άφοβους ψαράδες. Σου, λέει έτσι θα με ψηφίσουν όλοι, και θα κρατήσω τη δημαρχία και στις επόμενες εκλογές. Όμως, ακόμα και οι 24 ώρες φαίνονται πολλές γι’ αυτούς που ζουν από τους λουόμενους. άμέσως, μη χάσουν κάνα δολάριο, γιατί δε θα ’χουν να φάνε. Εκείνη τη στιγμή θα κάνει την εμφάνισή του ο γερόλυκος. Ένας σκληροτράχηλος ψαράς, ένας κυνηγός καρχαριών που θα βρει την ευκαιρία να βγάλει κάποια φράγκα. Εκμεταλλευόμενος τη σύγχυση που επικρατεί, θα πιαστεί από τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκονται όλοι, και θα προσπαθήσει να τους πάρει τα τριπλάσια λεφτά. Ξέρει κιόλας το πόσο άσχετοι είναι με τους καρχαρίες ώστε θα μεγαλοποιήσει τα πράγματα: «Ο καρχαρίας ανοίγει το στόμα του και σας κάνει μια χαψιά όλους». άπάντηση, βέβαια, δε θα πάρει. Θα προσπαθήσουν πρώτα να πιάσουν τον καρχαρία με 3.000 αμοιβή, και αν δεν τα καταφέρουν τότε θα πάνε σ’ αυτόν. Οι άνθρωποι μπορεί να είναι ηλίθιοι εγκυκλοπαιδικώς αλλά από οικονομικής απόψεως τα πάνε μια χαρά. Ο Σπίλμπεργκ ήθελε να συστήσει τον Κουίντ στο κοινό τελείως διαφορετικά. η αρχική ιδέα λοιπόν ήθελε τον Κουίντ να βλέπει σε ένα σινεμά τον «Μόμπυ ντικ» του Τζον Χιούστον με τον Γκρέκορυ Πεκ. Ο kουίντ θα καθόταν στις πίσω σειρές του σινεμά και θα έβλεπε την ταινία γελώντας τόσο δυνατά -αλά ντενίρο στο «άκρωτήρι του φόβου» ένα πράγμα-, ώστε οι θεατές θα έφευγαν από την αίθουσα αφήνοντας τον Κουίντ μόνο του. Το μόνο πράγμα που εμπόδισε τον Σπίλμπεργκ να το κάνει αυτό -σύμφωνα με τα λεγόμενα του- ήταν ο ίδιος ο Γρέγκορι Πεκ, για τον απλούστατο λόγο ότι σιχαινόταν τόσο πολύ την ερμηνεία του που δεν ήθελε με τίποτα να ξαναδεί το φιλμ. Μπορεί μια τέτοια επιλογή να είναι άκρως γοητευτική και σινεφίλ, άλλα αυτή που επιλέχτηκε με τον Κουίντ να γρατζουνάει με τα νύχια του τον πίνακα είναι πολύ πιο ταιριαστή και λειτουργική για έναν τόσο σκληροτράχηλο και ατρόμητο άντρα.







Η αμέσως επόμενη επίθεση του καρχαρία είναι άλλη μια μεγάλη στιγμή του σκηνοθέτη.
Ο Σπίλμπεργκ θα τοποθετήσει δυο ψαράδεςαρπακολλατζήδες που πάνε να πιάσουν τον καρχαρία με εντελώς ερασιτεχνικό τρόπο, την ίδια ώρα που έβαλε και την κοπέλα της αρχικής σεκάνς. Πάλι λοιπόν το ίδιο σκηνικό. Θάλασσα ήρεμη, μια βάρκα επιπλέει γαλήνια, απέραντο γαλάζιο, και οι δυο ψαράδες φτάνουν σε μια εξέδρα και ετοιμάζονται, σφυρίζοντας έναν αρμονικό και χαρούμενο σκοπό. Προσέξτε τώρα. άυτοί οι δυο χαρακτήρες ξέρουμε ότι δεν είναι βασικοί γιατί δεν τους έχουμε ξαναδεί, και ξέρουμε, επίσης, ότι τουλάχιστον ο ένας από τους δυο θα μας αφήσει χρόνους. Είναι, δηλαδή, προϊόντα για κατανάλωση. Με το που τους βλέπουμε, λέμε «Πάει κλάψ' τους». Εξυπηρετούν τη σκηνή μόνο για να φαγωθούν. άυτή η σκηνή θα διακοπεί από μια μικρότερη –σφήνα– με τον αστυνόμο να κοιτάει πραγματικές εικόνες από μια εγκυκλοπαίδεια για καρχαρίες. άυτή η σφήνα δεν μπήκε εκεί τυχαία. Διπλά στη φαντασία ο
Σπίλμπεργκ βάζει ρεαλισμό. άμέσως υποβαλλόμαστε και τρομάζουμε με το τι μπορεί να κάνει ένας καρχαρίας. Επιστροφή, τώρα, στους δυο ψαράδες. Ο ένας απ’ αυτούς θα πέσει στο νερό και θα παρασυρθεί αφού ο καρχαρίας θα σπάσει την εξέδρα. άμέσως θα δημιουργηθεί ένα τρίπολο. Στη μια γωνιά είναι ο άνθρωπος που δεν έπεσε στο νερό, στη θάλασσα, στο κέντρο, βρίσκεται ο άτυχος φίλος του, και στην άλλη γωνιά το κήτος το οποίο συμβολίζεται με ένα κομμάτι της εξέδρας από το οποίο προεξέχουν δυο ξύλα σαν κέρατα. Φοβερό εύρημα. Όταν στρίβει η εξέδρα η μουσική κυριαρχεί, και το κτήνος με τα κέρατα κυνηγάει τον άνθρωπο είμαστε σίγουροι ότι θα φαγωθεί. Στην άλλη γωνιά ο φίλος του τον ενθαρρύνει. Όσο παρατείνεται ο θάνατός του άλλο τόσο παρατείνεται και η αγωνία μας. Όσο καθυστερεί η δολοφονία του, τόσο ανεβαίνει η ένταση. Είναι κάτι που είχαμε σίγουρο και όμως ανατρέπεται.
Κοντινά στα πόδια, κοντινά στα χέρια, νευρώδες μοντάζ, και ο άτυχος ψαράς στέκεται τυχερός. Ο Σπίλμπεργκ δε σκότωσε κανέναν. Μας έκλεισε το μάτι, και μας είπε. «Εγώ ξέρω, εσείς δεν ξέρετε».
Ιδιοφυής σύλληψη με την εξέδρα να φαίνεται σαν τέρας

Το επόμενο πρωί χαμός. Όλοι οι βλάχοι θα καταφθάσουν στο νησί απ' όλες τις κοντινές περιοχές για να αρπάξουν τα τρία χιλιάρικα. Οι Ράμπο της θάλασσας θα κάνουν ότι είναι δυνατό για να πιάσουν τον καρχαρία. Μέχρι και δυναμίτη θα φέρουν. Εκείνο το πρωινό θα κάνει την

εμφάνιση του και ο Ματ Χουπερ ένας επιστήμονας ειδικός στους καρχαρίες που θα εξετάσει το πρώτο πτώμα. Λόγω τις ευκατάστατης οικονομικής του θέσης δεν θα κρύψει την αλήθεια. Δεν έχει ανάγκη ούτε από λεφτά ούτε από δουλειά. <<Η κοπέλα πέθανε από επίθεση καρχαρία πολύ μεγαλύτερου από αυτούς που ζούνε συνήθως σε αυτά τα νερά>>

   Στην επόμενη σεκάνς στο λιμάνι επικρατεί το αδιαχώρητο. Ένας μεγάλος καρχαρίας πιάστηκε
και όλοι είναι χαρούμενοι. Τα χαρούμενα πρόσωπα όλων θα ρθουν σε αντιδιαστολή με το ανήσυχο βλέμμα του Χουπερ. Όταν δε, ο τελευταίος προσπαθεί να τους πει ότι δεν είναι ο γνωστός καρχαρίας άλλα ένας <<τυχαίος>> όλοι πέφτουν πάνω του. Δεν είναι ότι δεν τον πιστεύουν, άλλα ότι δεν θέλουν να τον πιστέψουν. Άλλη μια μέρα με κλειστές τις ακτές θα είναι μια ολική καταστροφή. Παρόλο που εκείνος τους δηλώνει κάτι απλό, να ανοίξουν τον καρχαρία και δουν τι έχει μέσα, ο δήμαρχος αρνείται. Και αρνείται γιατί και μόνο η υποψία ότι δεν θα είναι ''αυτός'' ο καρχαρίας, θα είναι υποχρεωμένος να κλείσουν τις ακτές. Αυτός που πιάστηκε στο κυνήγι είναι το τελευταίο άλλοθι που θέλουν όλοι. Μονό ο αστυνόμος ο οποίος δεν έχει οικονομικά συμφέροντα

είναι υπέρ τις άποψης του Χουπερ. Το χρέος του Μπρόντυ, η εσωτερική ανάγκη δηλαδή να προστατέψει τον κόσμο θα ενισχυθεί από την παρουσία της τραγικής μάνας στην προβλήτα. Τα λογία αυτής της άτυχης γυναίκας θα αναζωπυρώσουν την φλόγα του Μπρόντυ που θα

αποφασίσει να προχωρήσει μόνος του μαζί με τον Χουπερ για να σιγουρευτεί αν τελικά πιάστηκε ο σωστός καρχαρίας. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια αντιστροφή της πρώτης σεκάνς. Ενώ λοιπόν αρχικά είχαμε την ηρεμία να καταστρέφεται από τις κραυγές της κοπέλας, εδώ οι κραυγές θα σταματήσουν από το χαστούκι της μάνας. Άλλη μια εκπληκτική αντίθεση αυτή την φορά όμως μόνο ηχητικά και ερμηνευτικά.  Οι αναταραχές, ο θόρυβος, το κομφούζιο που κυριαρχεί στην προβλήτα θα σταματήσει τελείως όπως είπα από το χαστούκι. Από το ένα άκρο στο άλλο. Από την φασαρία στην απόλυτη σιωπή. Μόνο τα συγκλονιστικά λόγια της μάνας ακούγονται. Ο Σπίλμπεργκ κι εδώ έθεσε την συγκεκριμένη σκηνή απολύτως σωστά. Δεκαεπτά φορές χρειάστηκε να γυριστεί η συγκεκριμένη σκηνή και τα χτυπήματα ήταν τέτοια που σε μια λήψη του Ρον Σαιντερ του πέσαν τα γυαλιά. Και ο ίδιος μάλιστα έχει δηλώσει ότι ήταν η πιο << πονεμένη >> εμπειρία που είχε ως ηθοποιός. Ο καρχαρίας που πιάστηκε ήταν αληθινός και σκοτώθηκε στην Φλώριδα επειδή στο συγκεκριμένο νησί που γυρίζονταν η ταινία δεν υπήρχε κάποιος σε ικανοποιητικό μέγεθος. Μάλιστα την ώρα που γινόταν το γύρισμα είχε ήδη φτάσει σε προχωρημένη σήψη και βρομούσε απαίσια. Και έτσι όπως κρέμονταν από την ουρά όλα τα εσωτερικά του όργανα έσπαγαν και κατέβηκαν στο πίσω μέρος του λαιμού του. Ο Ρίτσαρντ Ντρέιφους που μετρούσε το στόμα του πρέπει κυριολεκτικά ''να τα είδε όλα ''. Πάντως είναι άξιοι συγχαρητήριων όλοι  που κάνανε το γύρισμα σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Ο κινηματογράφος είναι πολύ σοβαρή υπόθεση στην Αμερική.
(Άλλη μια συγκλονιστική αντίθεση.Ηχητική αυτή την φορά)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου